σφυρηλατήσιμος

σφυρηλατήσιμος
-η, -ο, Ν
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί
2. μτφ. (για πρόσ.) δεκτικός διάπλασης, διαπαιδαγώγησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρηλάτηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ελατός — ή, ό (για μέταλλα) 1. που μπορεί να σφυρηλατηθεί, σφυρηλατήσιμος. 2. σφυρήλατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”